συνέχεσθαι

συνέχεσθαι
συνόχωκα
to be
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταπήξ — καταπήξ, ῆγος, ὁ (AM, Μ και κατάπηξ, ηγος, ὁ, ἡ) μσν. 1. εγκέντρισμα, μπόλι 2. ως επίθ. μπηγμένος στο έδαφος αρχ. 1. πάσσαλος, παλούκι μπηγμένο στη γη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὰ πηγνύμενα ἐν τοῑς ὕδασι ξύλα, ἐφ ὧν ἔδει συνέχεσθαι τὰ ἐπὶ τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”